εὔπεπτα

εὔπεπτα
εὔπεπτος
easy of digestion
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὔπεπτ' — εὔπεπτα , εὔπεπτος easy of digestion neut nom/voc/acc pl εὔπεπτε , εὔπεπτος easy of digestion masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφρομαγειρεύω — και μαγερεύω μαγειρεύω ελαφριά, εύπεπτα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μαγειρεύω] …   Dictionary of Greek

  • ενδόσιμο — το (AM ἐνδόσιμος, ον) Ι. το ουδ. ως ουσ. το ενδόσιμο (AM ἐνδόσιμον) αυτό που δίνει εύλογη αφορμή για κάποια σκέψη ή ενέργεια αρχ. μσν. προανάκρουσμα, εισαγωγή ύμνου ή ψαλμού αρχ. προοίμιο ρητορικού λόγου ΙΙ. επίθ. ἐνδόσιμος, ον ενδοτικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”